ᾠώδης: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ᾠώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> яйцевидный ([[σκώληξ]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> яичный ([[ὑγρότης]] Arst.) | |elrutext='''ᾠώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[яйцевидный]] ([[σκώληξ]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[яичный]] ([[ὑγρότης]] Arst.) | ||
}} | }} |
Revision as of 14:07, 19 August 2022
English (LSJ)
ες, A egg-like, ὑγρότης Arist.HA565a23; σκώληξ Id.GA 733b13: oval, φιάλιον ὠιῶ[δες] IG22.1534.46 (iv B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ᾠώδης: -ες, γεν. εος, συνῃρ. ἀντὶ ᾠοειδής· ὑγρότης Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 10, 9· σκώληξ ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 1, 25.
Greek Monolingual
-ες / ᾠώδης, -ῶδες, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει σχήμα αβγού
2. αυτός που έχει σύσταση κολλώδη σαν του αβγού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + -ώδης].
Russian (Dvoretsky)
ᾠώδης:
1) яйцевидный (σκώληξ Arst.);
2) яичный (ὑγρότης Arst.)