ἡδυντικός: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἡδυντικός:''' улучшающий вкус, услаждающий ([[τέχνη]] Plat.): τὰ ἡδυντικά Arst. вкусовые приправы. | |elrutext='''ἡδυντικός:''' [[улучшающий вкус]], [[услаждающий]] ([[τέχνη]] Plat.): τὰ ἡδυντικά Arst. вкусовые приправы. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:57, 20 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, A fit for seasoning, Arist.Pr.923a29. II -κή τέχνη an art of seasoning, Pl.Sph. 223a.
German (Pape)
[Seite 1153] angenehm, schmackhaft machend, würzend, Plat. Soph. 223 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδυντικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἥδυνσιν, ποιῶν τι νόστιμον, Ἀριστ. Προβλ. 20. 6. ΙΙ. ἡ ἡδυντική (ἐνν. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ καρυκεύειν, Πλάτ. Σοφ. 223Α.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἡδυντικός, -ή, -όν) ηδύνω
αυτός που κάνει κάτι γλυκό και νόστιμο
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ηδυντικά
τα καρυκεύματα
αρχ.
1. αυτός που δίνει ευχαρίστηση
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡδυντική
η τέχνη της καρυκεύσεως.
Russian (Dvoretsky)
ἡδυντικός: улучшающий вкус, услаждающий (τέχνη Plat.): τὰ ἡδυντικά Arst. вкусовые приправы.