εὐκρατῶς: Difference between revisions
From LSJ
ὄλβιος ὅστις ἱστορίης ἔσχεν μάθησιν → happy the man who has gained knowledge through inquiry (Εuripides, fr. 910)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐκρᾰτῶς:''' крепко, прочно (ἔχειν τι Arst.). | |elrutext='''εὐκρᾰτῶς:''' [[крепко]], [[прочно]] (ἔχειν τι Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:12, 20 August 2022
English (LSJ)
Adv. (Adj. -κρᾰτής is not found) A firmly, fast, ἔχειν τι Arist.Pr.875a22; cf. δυσκρατής.
German (Pape)
[Seite 1076] ἔχει, Arist. probl. 3, 26, adv. von dem nicht vorkommenden εὐκρατής, festhaltend, se st.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκρᾰτῶς: Ἐπίρρ., στερεῶς, ὅταν ξύλον μακρὸν ἢ μέγα μὴ εὐκρατῶς ἔχῃ τις, ὅταν δὲν κρατῇ αὐτὸ καλά, Ἀριστ. Προβλ. 3. 26, ὡς εἰ ἐξ ἐπιθ. εὐκρατής.
Greek Monolingual
εὐκρατῶς (Α)
επίρρ. στερεά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κράτος «δύναμη» ή < αμάρτυρο ευκρατής].