καταψυκτικός: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταψυκτικός:''' охлаждающий, освежающий Arst. | |elrutext='''καταψυκτικός:''' [[охлаждающий]], [[освежающий]] Arst. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 20 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, A cooling, Arist.Resp.479a31.
Greek (Liddell-Scott)
καταψυκτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιτήδειος εἰς τὸ καταψύχειν, δροσίζειν, δροσιστικός, νεότης ἡ τοῦ πρώτου καταψυκτικοῦ μορίου αὔξησις Ἀριστ. π. Ἀναπν. 18. 1.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α καταψυκτικός, -ή, -όν) καταψύχω
νεοελλ.
αυτός που επιφέρει κατάψυξη
αρχ.
δροσιστικός.
Russian (Dvoretsky)
καταψυκτικός: охлаждающий, освежающий Arst.