εὔιος: Difference between revisions

From LSJ

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
(2b)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὔιος:''' эвийский, вакхический ([[πῦρ]] Soph.; τελεταί Eur.): εὔ. [[θεός]] Eur. = [[Βάκχος]].
|elrutext='''εὔιος:''' [[эвийский]], [[вакхический]] ([[πῦρ]] Soph.; τελεταί Eur.): εὔ. [[θεός]] Eur. = [[Βάκχος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:30, 20 August 2022

German (Pape)

[Seite 1073] vom bacchischen Jubelruf εὐοῖ, bacchisch, πῦρ Soph. Ant. 953; τελεταί Eur. Bacch. 238; βάκχευμα 608, öfter; sp. D., bes. Nonn. D. Auch Beiname des Bacchus, Βάκχος εὔιος, Soph. O. R. 211; ὁ εὔιος θεός, Eur. Bacch. 157 u. öfter, u. allein Εὔιος, 566; Plut. Marcell. 22 u. sp. D.

Greek Monolingual

εὔιος, ὁ (Α)
1. επίθ. του Βάκχου από την κραυγή ευοί, ευαί («οἰνῶπα Βάκχον εὔιον», Σοφ.)
2. ως κύριο όν. Εὔιος-Βάκχος
3. ως επίθ. εὔιος, -ον
βακχικός («τελετὰς προτείνων εὐίους νεανίσιν», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ευάζω].

Russian (Dvoretsky)

εὔιος: эвийский, вакхический (πῦρ Soph.; τελεταί Eur.): εὔ. θεός Eur. = Βάκχος.