вакхический

From LSJ

Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...

Source

Russian > Greek

βακχεύσιμος, βακχευτής, βάκχιος, βρόμιος, Ἴακχος