νοσηματώδης: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''νοσημᾰτώδης:''' болезненный, нездоровый Arst. | |elrutext='''νοσημᾰτώδης:''' [[болезненный]], [[нездоровый]] Arst. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=νοσημᾰτ-ώδης, ες [from [[νόσημα]] = [[νοσώδης]], Arist.] | |mdlsjtxt=νοσημᾰτ-ώδης, ες [from [[νόσημα]] = [[νοσώδης]], Arist.] | ||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 20 August 2022
English (LSJ)
ες, A = νοσώδης, Arist.GA727b28, EN1149a6, Ptol.Tetr.188. Adv. νοσηματωδῶς, ἔχειν Arist.EN1148b33.
Greek (Liddell-Scott)
νοσημᾰτώδης: -ες, = νοσώδης, Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσ. 1. 19, 23, Ἠθ. Νικ. 7. 5, 3. - Ἐπίρρ., νοσηματωδῶς ἔχειν αὐτόθι 4.
Greek Monolingual
νοσηματώδης, -ῶδες (Α) νόσημα
νοσώδης, νοσηρός.
επίρρ...
νοσηματωδῶς (Α)
με νοσηματώδη τρόπο.
Greek Monotonic
νοσημᾰτώδης: -ες, = νοσώδης, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
νοσημᾰτώδης: болезненный, нездоровый Arst.