θυλακοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''θῡλᾰκοειδής:''' мешкообразный ([[θυννίς]], sc. [[ἰχθύς]] Arst.).
|elrutext='''θῡλᾰκοειδής:''' [[мешкообразный]] ([[θυννίς]], sc. [[ἰχθύς]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 13:02, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡλᾰκοειδής Medium diacritics: θυλακοειδής Low diacritics: θυλακοειδής Capitals: ΘΥΛΑΚΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: thylakoeidḗs Transliteration B: thylakoeidēs Transliteration C: thylakoeidis Beta Code: qulakoeidh/s

English (LSJ)

ές, A like a bag, Arist. HA543b13.

German (Pape)

[Seite 1222] ές, sackähnlich, Arist. H. A. 5, 11.

Greek (Liddell-Scott)

θῡλᾰκοειδής: -ές, ὅμοιος θυλάκῳ ἢ σάκκῳ, Ἀριστ. Ι. Ζ. 5. 11, 2.

Greek Monolingual

-ές (Α θυλακοειδής, -ές)
όμοιος με θύλακο, με σακούλι
νεοελλ.
βοτ. το ουδ. ως ουσ. το θυλακοειδές
πτύχωση τών μεμβρανικών στιβάδων που υπάρχουν στο εσωτερικό τών χλωροπλαστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + -ειδής].

Russian (Dvoretsky)

θῡλᾰκοειδής: мешкообразный (θυννίς, sc. ἰχθύς Arst.).