θηριόβρωτος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''θηριόβρωτος:''' съеденный дикими животными ([[ἄνδρες]] Diod.).
|elrutext='''θηριόβρωτος:''' [[съеденный дикими животными]] ([[ἄνδρες]] Diod.).
}}
}}

Revision as of 13:02, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηριόβρωτος Medium diacritics: θηριόβρωτος Low diacritics: θηριόβρωτος Capitals: ΘΗΡΙΟΒΡΩΤΟΣ
Transliteration A: thērióbrōtos Transliteration B: thēriobrōtos Transliteration C: thiriovrotos Beta Code: qhrio/brwtos

English (LSJ)

ον,= θηρόβορος, D.S.18.36.

German (Pape)

[Seite 1209] von Thieren verzehrt, D. Sic. 18, 36.

Greek (Liddell-Scott)

θηριόβρωτος: -ον, = θηρόβορος, Διόδ. 18. 36· χιτὼν Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. σ. 263, καὶ οὐσιαστ. θηριοβρωσία, ἡ, Θ. Στουδ. Cod. Goisl. 94, tol. 272 vo.

Greek Monolingual

θηριόβρωτος, -ον (Α)
κατασπαραγμένος, καταφαγωμένος από άγρια θηρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -βρωτος (< βι-βρώ-σκω), πρβλ. αλίβρωτος, εύβρωτος].

Russian (Dvoretsky)

θηριόβρωτος: съеденный дикими животными (ἄνδρες Diod.).