συνδιόλλυμι: Difference between revisions
From LSJ
ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνδιόλλῡμι:''' одновременно губить (ἀπώλεσ᾽ αὐτὸν κἀμὲ συνδιώλεσεν Eur.). | |elrutext='''συνδιόλλῡμι:''' [[одновременно губить]] (ἀπώλεσ᾽ αὐτὸν κἀμὲ συνδιώλεσεν Eur.). | ||
}} | }} |
Revision as of 13:50, 20 August 2022
English (LSJ)
A kill together, E.Fr.551:—Pass., perish together, Procop.Arc.19.
German (Pape)
[Seite 1009] (s. ὄλλυμι), mit oder zugleich verderben, tödten, Eur. Oed. fr. 10.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιόλλῡμι: διόλλυμι, καταστρέφω, φονεύω ὁμοῦ, Εὐρ. Ἀποσπ. 555. ― Παθητ., καταστρέφομαι ὁμοῦ, Γρηγ. Ναζ. ἐν Καταλόγῳ Clark σ. 39, 5.
Greek Monolingual
Α
φονεύω κάποιον μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διόλλυμι «καταστρέφω, αφανίζω»].
Russian (Dvoretsky)
συνδιόλλῡμι: одновременно губить (ἀπώλεσ᾽ αὐτὸν κἀμὲ συνδιώλεσεν Eur.).