ἀργυροφάλαρος: Difference between revisions
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀργῠροφάλᾰρος:''' сребросбруйный (ἱππεῖς Polyb.). | |elrutext='''ἀργῠροφάλᾰρος:''' [[сребросбруйный]] (ἱππεῖς Polyb.). | ||
}} | }} |
Revision as of 14:24, 20 August 2022
English (LSJ)
[φᾰ], ον, A with silver trappings, ἱππεῖς Plb.30.25.6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠροφάλᾰρος: -ον, ὁ κεκοσμημένος δι’ ἀργυρῶν φαλάρων, κοσμημάτων τῆς κεφαλῆς, Πολύβ. 31. 3, 6 παρ’ Ἀθην. 194Ε.
Greek Monolingual
ἀργυροφάλαρος, -ον (Α)
(για άλογα) αυτός που έχει ασημένια διακόσμηση στα χάμουρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + φάλαρα (τα) «κοσμήματα της περικεφαλαίας ή της προμετωπίδας και του χαλινού των αλόγων»].
Russian (Dvoretsky)
ἀργῠροφάλᾰρος: сребросбруйный (ἱππεῖς Polyb.).