ἐρυθροδάκτυλος: Difference between revisions
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐρυθροδάκτῠλος:''' красноперстый (ἐ. φαυλότερον λέγεται ἢ [[ῥοδοδάκτυλος]] Arst.). | |elrutext='''ἐρυθροδάκτῠλος:''' [[красноперстый]] (ἐ. φαυλότερον λέγεται ἢ [[ῥοδοδάκτυλος]] Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 14:45, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A red-fingered, criticized as unpoet., Arist.Rh.1405b21.
German (Pape)
[Seite 1036] mit rothen Fingern, Arist. rhet. 3, 2, als unpoetischer Ausdruck für ῥοδοδάκτυλος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρυθροδάκτυλος: ἔχων ἐρυθροὺς δακτύλους˙ κατακρίνεται ὡς οὐχὶ ποιητικόν, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux doigts rouges.
Étymologie: ἐρυθρός, δάκτυλος.
Greek Monolingual
ἐρυθροδάκτυλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ερυθρούς δακτύλους, ροδοδάκτυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + δάκτυλος.
Russian (Dvoretsky)
ἐρυθροδάκτῠλος: красноперстый (ἐ. φαυλότερον λέγεται ἢ ῥοδοδάκτυλος Arst.).