σφαιριστής: Difference between revisions

From LSJ

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' οῦ ὁ) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σφαιριστής:''' οῦ ὁ играющий в мяч Anth.
|elrutext='''σφαιριστής:''' οῦ ὁ [[играющий в мяч]] Anth.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σφαιριστής -οῦ, ὁ, Dor. σφαιριστάς [σφαιρίζω] balspeler.
|elnltext=σφαιριστής -οῦ, ὁ, Dor. σφαιριστάς [σφαιρίζω] balspeler.
}}
}}

Revision as of 15:45, 22 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφαιριστής Medium diacritics: σφαιριστής Low diacritics: σφαιριστής Capitals: ΣΦΑΙΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: sphairistḗs Transliteration B: sphairistēs Transliteration C: sfairistis Beta Code: sfairisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A ball-player, Antig.Car. ap. Ath.12.548b, AP5.213 (Mel.).

Greek (Liddell-Scott)

σφαιριστής: -οῦ, ὁ, σφαιρίζων, ὁ παίζων τὴν παιδιὰν τῆς σφαίρας, σφαιριστὰν τὸν Ἔρωτα τρέφω Ἀνθ. Π. 5. 214, Ἀντίγ. Καρ. παρ’ Ἀθην. 548Β.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και θηλ. σφαιρίστρια Ν σφαφίζω
αυτός που συμμετέχει σε παιχνίδι που παίζεται με σφαίρες
νεοελλ.
ο παίκτης μπιλιάρδου.

Russian (Dvoretsky)

σφαιριστής: οῦ ὁ играющий в мяч Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφαιριστής -οῦ, ὁ, Dor. σφαιριστάς [σφαιρίζω] balspeler.