ἀνθρωπομάγειρος: Difference between revisions
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνθρωπομάγειρος:''' ὁ повар, готовящий пищу из человеческого мяса Luc. | |elrutext='''ἀνθρωπομάγειρος:''' ὁ [[повар]], [[готовящий пищу из человеческого мяса]] Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:55, 23 August 2022
English (LSJ)
[ᾰγ], ὁ, A one who cooks human flesh, Luc.Asin.6.
German (Pape)
[Seite 234] ὁ, der Menschenfleisch zurichtet, Menschenkoch, Luc. Asin. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωπομάγειρος: ὁ, ἡ, ὁ γινώσκων νὰ μαγειρεύῃ τὸν ἄνθρωπον, μεταφ. νὰ τοῦ καίῃ τὴν καρδίαν, νὰ τὸν καταγοητεύῃ, τί γελᾷς; ἀκριβῆ βλέπεις ἀνθρωπομάγειρον Λουκ. Ὄνος 6.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
cuisinier qui apprête la chair humaine.
Étymologie: ἄνθρωπος, μάγειρος.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ cocinero de carne humana Luc.Asin.6.
Greek Monolingual
ἀνθρωπομάγειρος, ο (Α)
αυτός που μαγειρεύει ανθρώπινη σάρκα (Λουκιανός).
Russian (Dvoretsky)
ἀνθρωπομάγειρος: ὁ повар, готовящий пищу из человеческого мяса Luc.