λιθόγλυφος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''λῐθόγλῠφος:''' ὁ резчик по камню, ваятель Luc.
|elrutext='''λῐθόγλῠφος:''' ὁ [[резчик по камню]], [[ваятель]] Luc.
}}
}}

Latest revision as of 11:11, 23 August 2022

Greek Monolingual

ο
ζωολ. γένος γαστερόποδων μαλακίων της οικογένειας hydrobiidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lithoglyphus < νεολατ. lithoglyphus < litho- (< λιθο-) + glyphus (< -γλυφος < γλύφω)].

Russian (Dvoretsky)

λῐθόγλῠφος:резчик по камню, ваятель Luc.