παρένθυρσος: Difference between revisions

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
(6_15)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parenthyrsos
|Transliteration C=parenthyrsos
|Beta Code=pare/nqursos
|Beta Code=pare/nqursos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">false sentiment</b> or <b class="b2">affectation of style</b>, Theod. ap.Longin.3.5.</span>
|Definition=ὁ, [[false sentiment]] or [[affectation of style]], Theod. ap.Longin.3.5.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρένθυρσος''': ὁ, τὸ ἄκαιρον καὶ ὀγκῶδες [[ὕφος]] λόγου, ψευδὲς [[ὕψος]] λόγου, [[εἶδος]] κακῆς καὶ ψευδοῦς ῥητορικῆς, Θεόδ. παρὰ Λογγῖν. 3. 5· πρβλ. Winkelm. Gesch. d. Kunst. 5. 3. § 23.
|lstext='''παρένθυρσος''': ὁ, τὸ ἄκαιρον καὶ ὀγκῶδες [[ὕφος]] λόγου, ψευδὲς [[ὕψος]] λόγου, [[εἶδος]] κακῆς καὶ ψευδοῦς ῥητορικῆς, Θεόδ. παρὰ Λογγῖν. 3. 5· πρβλ. Winkelm. Gesch. d. Kunst. 5. 3. § 23.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> ψεύτικο, προσποιητό [[αίσθημα]] ή [[συναίσθημα]]<br /><b>2.</b> το άκαιρο και επιτηδευμένο ύφος λόγου, το πλαστό και προσποιητό, [[είδος]] κακής και ψευδούς ρητορικής.
}}
}}

Latest revision as of 14:35, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρένθυρσος Medium diacritics: παρένθυρσος Low diacritics: παρένθυρσος Capitals: ΠΑΡΕΝΘΥΡΣΟΣ
Transliteration A: parénthyrsos Transliteration B: parenthyrsos Transliteration C: parenthyrsos Beta Code: pare/nqursos

English (LSJ)

ὁ, false sentiment or affectation of style, Theod. ap.Longin.3.5.

German (Pape)

[Seite 516] Ausdruck falscher Begeisterung, unzeitiger Enthusiasmus, vom pathetischen Schwulste der Rede, Longin. 3, 5.

Greek (Liddell-Scott)

παρένθυρσος: ὁ, τὸ ἄκαιρον καὶ ὀγκῶδες ὕφος λόγου, ψευδὲς ὕψος λόγου, εἶδος κακῆς καὶ ψευδοῦς ῥητορικῆς, Θεόδ. παρὰ Λογγῖν. 3. 5· πρβλ. Winkelm. Gesch. d. Kunst. 5. 3. § 23.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. ψεύτικο, προσποιητό αίσθημα ή συναίσθημα
2. το άκαιρο και επιτηδευμένο ύφος λόγου, το πλαστό και προσποιητό, είδος κακής και ψευδούς ρητορικής.