προαγοράζω: Difference between revisions
From LSJ
Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proagorazo | |Transliteration C=proagorazo | ||
|Beta Code=proagora/zw | |Beta Code=proagora/zw | ||
|Definition= | |Definition=[[buy beforehand]], [[forestall]], Cod.Just.12.37.19.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 15:50, 23 August 2022
English (LSJ)
buy beforehand, forestall, Cod.Just.12.37.19.2.
German (Pape)
[Seite 704] vorher laufen (?).
Greek (Liddell-Scott)
προᾰγοράζω: ὡς καὶ νῦν, προαγοράζοντες τὰς προαγωγὰς Παλλάδ. ἐν Βίῳ Ἰω. Χρυσ. 60, 7.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. αγοράζω από πριν εμπόρευμα ή προϊόν το οποίο πρόκειται να παραδοθεί σε χρόνο μεταγενέστερο της ημέρας της συμφωνίας
2. αγοράζω προϊόν πριν από τη συγκομιδή του («το κράτος προαγόρασε σταφίδα»).