συμβολοφύλαξ: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<b class="b3">ῠ], ᾰκος, ὁ</b>" to "ῠ], ᾰκος, ὁ") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=symvolofylaks | |Transliteration C=symvolofylaks | ||
|Beta Code=sumbolofu/lac | |Beta Code=sumbolofu/lac | ||
|Definition=[ῠ], ᾰκος, ὁ, | |Definition=[ῠ], ᾰκος, ὁ, [[keeper of receipts]], PRev.Laws 10.2, al. (iii B.C.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:30, 23 August 2022
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, keeper of receipts, PRev.Laws 10.2, al. (iii B.C.).
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
φύλακας τών συμβόλων, αυτός που τηρούσε αρχείο τών αποδείξεων συμφωνιών, οι οποίες συντάσσονταν εις διπλούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολον + φύλαξ.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
φύλακας τών συμβόλων, αυτός που τηρούσε αρχείο τών αποδείξεων συμφωνιών, οι οποίες συντάσσονταν εις διπλούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολον + φύλαξ.