φερεπτόλεμος: Difference between revisions
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fereptolemos | |Transliteration C=fereptolemos | ||
|Beta Code=ferepto/lemos | |Beta Code=ferepto/lemos | ||
|Definition=ον, poet. for [[Φερεπόλεμος]], | |Definition=ον, poet. for [[Φερεπόλεμος]], [[warlike]], γαῖα <span class="title">Jahresh.</span>18 <span class="title">Beibl.</span>35 (Olba); <b class="b3">νηυσὶ φ</b>. ships [[of war]], prob. in Orac. ap. <span class="bibl">Paus.10.9.11</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 19:30, 23 August 2022
English (LSJ)
ον, poet. for Φερεπόλεμος, warlike, γαῖα Jahresh.18 Beibl.35 (Olba); νηυσὶ φ. ships of war, prob. in Orac. ap. Paus.10.9.11.
Greek (Liddell-Scott)
φερεπτόλεμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ φερεπόλεμος, ον, ὁ φέρων πόλεμον, πολεμικός, νηυσὶ φ., πολεμικὰ πλοῖα, πιθαν. γραφ. ἐν Χρησμ. παρὰ Παυσ. 10. 9.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που γίνεται αίτιος πολέμου, που επιφέρει πόλεμο, πολεμικός («φερεπτόλεμοι νῆες» — πολεμικά πλοία, Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + πόλεμος / πτόλεμος (πρβλ. μενε-πτόλεμος, φυγο-πτόλεμος)].