φοξίχειλος: Difference between revisions
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=foksicheilos | |Transliteration C=foksicheilos | ||
|Beta Code=foci/xeilos | |Beta Code=foci/xeilos | ||
|Definition=[ῐ], ον, | |Definition=[ῐ], ον, [[narrowing towards the lip]], [[narrower at the brim than below]], κύλιξ <span class="bibl">Semon.27</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:55, 23 August 2022
English (LSJ)
[ῐ], ον, narrowing towards the lip, narrower at the brim than below, κύλιξ Semon.27.
German (Pape)
[Seite 1298] ὁ, mit spitzen Lippen, zugespitztem Rande, κύλιξ, Simonids. bei Schol. Il. 2, 219 u. Ath. XI, 480 c, wo es ἡ εἰς ὀξὺ ἀνηγμένη erkl. ist.
Greek (Liddell-Scott)
φοξίχειλος: [ῐ], ὁ, στενούμενος πρὸς τὰ χείλη, στενώτερος κατὰ τὰ χείλη ἢ κατωτέρω, κύλιξ Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 25· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 666.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για αγγείο) αυτός που έχει στενά χείλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοξός «μυτερός, οξύς» + χεῖλος. Η μορφή του τ. φοξίχειλος είναι δυσερμήνευτη και πιθ. η ορθή ανάγνωση του τ. είναι φοξὴ χεῖλος.