ψυχοειδής: Difference between revisions
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=psychoeidis | |Transliteration C=psychoeidis | ||
|Beta Code=yuxoeidh/s | |Beta Code=yuxoeidh/s | ||
|Definition=ές, | |Definition=ές, [[of the nature of soul]], [[spiritual]], <span class="bibl">Ph.1.15</span>, <span class="bibl">2.17</span>, <span class="title">Theol.Ar.</span>39. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:30, 23 August 2022
English (LSJ)
ές, of the nature of soul, spiritual, Ph.1.15, 2.17, Theol.Ar.39.
German (Pape)
[Seite 1404] ές, von der Art der Seele, seelenartig, seelenähnlich, Sp., wie Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχοειδής: -ές, ὅμοιος τῇ ψυχῇ, πνευματικός, Φίλων 1. 15.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
όμοιος με την ψυχή
νεοελλ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ψυχοειδή
βοτ. παλαιότερη ονομασία τών ψυχανθών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -ειδής. Ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου (βλ. λ. ψυχανθή)].