μαστροφός: Difference between revisions

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mastrofos
|Transliteration C=mastrofos
|Beta Code=mastrofo/s
|Beta Code=mastrofo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[μαστροπός]], Hsch.</span>
|Definition=ὁ, = [[μαστροπός]], Hsch.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαστροφός]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μαστροπός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. πιθ. σύνθετη από [[μαστρός]], ενώ το β' συνθετικό της παραμένει αβέβαιο ([[πρβλ]]. [[μαστροπός]])].
|mltxt=[[μαστροφός]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μαστροπός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. πιθ. σύνθετη από [[μαστρός]], ενώ το β' συνθετικό της παραμένει αβέβαιο ([[πρβλ]]. [[μαστροπός]])].
}}
}}

Revision as of 03:45, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστροφός Medium diacritics: μαστροφός Low diacritics: μαστροφός Capitals: ΜΑΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: mastrophós Transliteration B: mastrophos Transliteration C: mastrofos Beta Code: mastrofo/s

English (LSJ)

ὁ, = μαστροπός, Hsch.

Greek Monolingual

μαστροφός, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μαστροπός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. πιθ. σύνθετη από μαστρός, ενώ το β' συνθετικό της παραμένει αβέβαιο (πρβλ. μαστροπός)].