μετεισδύνω: Difference between revisions

From LSJ

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=meteisdyno
|Transliteration C=meteisdyno
|Beta Code=meteisdu/nw
|Beta Code=meteisdu/nw
|Definition=[<b class="b3">ῡ], εἰς ἄλλο ὄστρακον</b> <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[change and slip into another]] shell, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>548a16</span>.</span>
|Definition=[<b class="b3">ῡ], εἰς ἄλλο ὄστρακον</b> [[change and slip into another]] shell, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>548a16</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 04:18, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεισδύνω Medium diacritics: μετεισδύνω Low diacritics: μετεισδύνω Capitals: ΜΕΤΕΙΣΔΥΝΩ
Transliteration A: meteisdýnō Transliteration B: meteisdynō Transliteration C: meteisdyno Beta Code: meteisdu/nw

English (LSJ)

[ῡ], εἰς ἄλλο ὄστρακον change and slip into another shell, Arist.HA548a16.

German (Pape)

[Seite 158] (s. δύνω), aus Einem ins Andere eindringen, hinübergehen, Arist. H. A. 5, 15.

Greek (Liddell-Scott)

μετεισδύνω: εἰς... ἐξέρχομαι ἔκ τινος μέρους καὶ εἰσδύομαι εἰς ἄλλο, ἐπὶ τῶν καρκινίων, ἅτινα αὐξανόμενα καταλείπουσι τὸ πρῶτον ὄστρακον καὶ εἰσδύονται εἰς ἄλλο μεῖζον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 22.

Greek Monolingual

μετεισδύνω (Α)
(ιδίως για τα καρκινοειδή) βγαίνω από το πρώτο όστρακο, όταν αυξάνομαι, και εισέρχομαι σε άλλο μεγαλύτερο («αὐξανόμενον μετεισδύνει είς ἄλλο ὄστρακον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + εἰσ-δύνω «εισέρχομαι»].

Russian (Dvoretsky)

μετεισδύνω: (ῡ) переходить (εἴς τι Arst.).