μητρῳακός: Difference between revisions
From LSJ
Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mitroakos | |Transliteration C=mitroakos | ||
|Beta Code=mhtrw|ako/s | |Beta Code=mhtrw|ako/s | ||
|Definition=ή, όν, | |Definition=ή, όν, = [[μητρῷος]] 11, ἁγιστεῖαι Marin.<span class="title">Procl.</span>19; <b class="b3">μ. μέτρον</b>, of the galliambic, <span class="bibl">Heph. 12</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 04:20, 24 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, = μητρῷος 11, ἁγιστεῖαι Marin.Procl.19; μ. μέτρον, of the galliambic, Heph. 12.
German (Pape)
[Seite 180] = μητρῷος, bes. aber die Kybele, die große Mutter der Götter betreffend, Suid. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μητρῳακός: -ή, -όν, = μητρῷος, ΙΙ, ὄνομα συγγράμματος Πρόκλου τοῦ Λυκίου, Μαρῖν. ἐν Βίῳ Πρόκλ. 33, «ἔγραψε... καὶ μητρῳακὴν βίβλον (ἔστι δὲ περὶ τὸν θεὸν θεολογία)» Εὐδοκία Μακρεμ. 366.
Greek Monolingual
μητρῳακός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει στη μητέρα τών θεών Κυβέλη ή στα μητρώα, ιερά της Κυβέλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μητρῷον «ιερό της Κυβέλης» + κατάλ. -ακός].