νωθουρίς: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nothouris
|Transliteration C=nothouris
|Beta Code=nwqouri/s
|Beta Code=nwqouri/s
|Definition=ίδος, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[βαλλωτή]], Ps.-Dsc.3.103.</span>
|Definition=ίδος, ἡ, = [[βαλλωτή]], Ps.-Dsc.3.103.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νωθουρίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />το [[φυτό]] [[βαλλωτή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για συνθ. του [[νωθής]] «[[ατάραχος]], [[ήρεμος]]» <span style="color: red;">+</span> [[οὐρά]]. Το [[φυτό]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω της φαινομενικής ακινησίας τών κλάδων του].
|mltxt=[[νωθουρίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />το [[φυτό]] [[βαλλωτή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για συνθ. του [[νωθής]] «[[ατάραχος]], [[ήρεμος]]» <span style="color: red;">+</span> [[οὐρά]]. Το [[φυτό]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω της φαινομενικής ακινησίας τών κλάδων του].
}}
}}

Revision as of 05:25, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νωθουρίς Medium diacritics: νωθουρίς Low diacritics: νωθουρίς Capitals: ΝΩΘΟΥΡΙΣ
Transliteration A: nōthourís Transliteration B: nōthouris Transliteration C: nothouris Beta Code: nwqouri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, = βαλλωτή, Ps.-Dsc.3.103.

Greek Monolingual

νωθουρίς, -ίδος, ἡ (Α)
το φυτό βαλλωτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνθ. του νωθής «ατάραχος, ήρεμος» + οὐρά. Το φυτό ονομάστηκε έτσι λόγω της φαινομενικής ακινησίας τών κλάδων του].