ἐργαστηριακός: Difference between revisions
From LSJ
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ergastiriakos | |Transliteration C=ergastiriakos | ||
|Beta Code=e)rgasthriako/s | |Beta Code=e)rgasthriako/s | ||
|Definition=ή, όν, | |Definition=ή, όν, [[practising a handicraft]], ἄνθρωποι <span class="bibl">Plb.38.12.5</span>: <b class="b3">-κοί, οἱ,</b> [[work-people]], <span class="bibl">D.S.31.25</span>. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐργαστηριακός]], -ή, -όν) [[εργαστήριο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται σε [[εργαστήριο]] («εργαστηριακή [[έρευνα]]»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κάνει χειρωνακτική [[εργασία]] («[[πλῆθος]] ἐργαστηριακῶν καὶ βαναύσων ἀνθρώπων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐργαστηριακόν</i><br />[[φόρος]] που πλήρωναν οι κάπηλοι ή οι δημιουργοί. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐργαστηριακός]], -ή, -όν) [[εργαστήριο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται σε [[εργαστήριο]] («εργαστηριακή [[έρευνα]]»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κάνει χειρωνακτική [[εργασία]] («[[πλῆθος]] ἐργαστηριακῶν καὶ βαναύσων ἀνθρώπων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐργαστηριακόν</i><br />[[φόρος]] που πλήρωναν οι κάπηλοι ή οι δημιουργοί. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:10, 24 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, practising a handicraft, ἄνθρωποι Plb.38.12.5: -κοί, οἱ, work-people, D.S.31.25.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐργαστηριακός, -ή, -όν) εργαστήριο
νεοελλ.
αυτός που γίνεται σε εργαστήριο («εργαστηριακή έρευνα»)
αρχ.-μσν.
1. αυτός που κάνει χειρωνακτική εργασία («πλῆθος ἐργαστηριακῶν καὶ βαναύσων ἀνθρώπων», Πολ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐργαστηριακόν
φόρος που πλήρωναν οι κάπηλοι ή οι δημιουργοί.