ἀνέλικτος: Difference between revisions
From LSJ
πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech
m (Text replacement - "]]de " to "]] de ") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aneliktos | |Transliteration C=aneliktos | ||
|Beta Code=a)ne/liktos | |Beta Code=a)ne/liktos | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[without turns]] or [[twists]], <span class="bibl">Aret. <span class="title">CD</span>1.4</span>, <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>5.3</span>. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:10, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, without turns or twists, Aret. CD1.4, Gal.UP5.3.
Spanish (DGE)
-ον
que no tiene vueltas de intestinos, Gal.3.345, Aret.CD 1.4.9.
Greek Monolingual
-ή, -ό
όποιος μπορεί να παρουσιάσει ανέλιξη, ο εξελίξιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανελίσσω. Η λ. μαρτυρείται στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό (1889, 1898)].
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνέλικτος, -ον) ελίσσω
νεοελλ.
αυτός που δεν μπορεί να έχει ανέλιξη, δεν μπορεί να εξελιχθεί
αρχ.
Ιατρ. εκείνος που δεν παρουσιάζει συστροφές ή περιστροφές.