εταιρείος: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(14)
 
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἑταιρεῑος, -α, -ον, ιων. τ. ἑταιρήϊος, -η, -ον (Α) [[εταίρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στους φίλους, στους συντρόφους («ἑταιρεῑος [[φόνος]]» — ο [[φόνος]] εταίρου, συντρόφου)<br /><b>2.</b> [[ερωτικός]], [[γεμάτος]] [[αγάπη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[Ζεὺς]] ἑταιρεῑος» — ο [[Ζευς]] ως [[προστάτης]] της φιλίας<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑταιρεῑον</i><br />το [[σπίτι]] της εταίρας.
|mltxt=ἑταιρεῑος, -α, -ον, ιων. τ. ἑταιρήϊος, -η, -ον (Α) [[εταίρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στους φίλους, στους συντρόφους («ἑταιρεῑος [[φόνος]]» — ο [[φόνος]] εταίρου, συντρόφου)<br /><b>2.</b> [[ερωτικός]], [[γεμάτος]] [[αγάπη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[Ζεὺς]] ἑταιρεῑος» — ο [[Ζευς]] ως [[προστάτης]] της φιλίας<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑταιρεῖον</i><br />το [[σπίτι]] της εταίρας.
}}
}}

Revision as of 10:22, 24 August 2022

Greek Monolingual

ἑταιρεῑος, -α, -ον, ιων. τ. ἑταιρήϊος, -η, -ον (Α) εταίρος
1. αυτός που ανήκει στους φίλους, στους συντρόφους («ἑταιρεῑος φόνος» — ο φόνος εταίρου, συντρόφου)
2. ερωτικός, γεμάτος αγάπη
3. φρ. «Ζεὺς ἑταιρεῑος» — ο Ζευς ως προστάτης της φιλίας
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑταιρεῖον
το σπίτι της εταίρας.