υπομείων: Difference between revisions
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
(44) |
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=- | |mltxt=-εῖον, Α<br /><b>1.</b> [[κάπως]] [[μικρότερος]] ή λιγότερος<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ὑπομείονες</i>·(στη [[Σπάρτη]]) α) πολίτες περιορισμένων πολιτικών δικαιωμάτων οι οποίοι είχαν βέβαια γεννηθεί από γονείς γνήσιους Σπαρτιάτες πολίτες, [[αλλά]] δεν είχαν λάβει την καθιερωμένη [[αγωγή]] και δεν μετείχαν στα κοινά συσσίτια, [[επειδή]] αδυνατούσαν να καταβάλουν τη νόμιμη [[φορολογία]]<br />β) κατώτεροι αξιωματούχοι, υφιστάμενοι άλλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μείων]] «[[μικρότερος]], λιγότερος»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:23, 24 August 2022
Greek Monolingual
-εῖον, Α
1. κάπως μικρότερος ή λιγότερος
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑπομείονες·(στη Σπάρτη) α) πολίτες περιορισμένων πολιτικών δικαιωμάτων οι οποίοι είχαν βέβαια γεννηθεί από γονείς γνήσιους Σπαρτιάτες πολίτες, αλλά δεν είχαν λάβει την καθιερωμένη αγωγή και δεν μετείχαν στα κοινά συσσίτια, επειδή αδυνατούσαν να καταβάλουν τη νόμιμη φορολογία
β) κατώτεροι αξιωματούχοι, υφιστάμενοι άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + μείων «μικρότερος, λιγότερος»].