κρείον: Difference between revisions

From LSJ

τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head

Source
(21)
 
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κρεῑον, ιων. τ. [[κρήϊον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[τραπέζι]] ή [[σανίδα]] [[πάνω]] στην οποία κοβόταν και παρασκευαζόταν το [[κρέας]]<br /><b>2.</b> [[κρέας]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] πίτας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>κρέ</i>-<i>ειον</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρε</i>- του [[κρέας]]) με [[υφαίρεση]]. Ο τ. [[κρήϊον]], που απαντά στον <b>Ησύχ.</b>, σχηματίστηκε πιθ. από το ίδιο θ. <i>κρε</i>- <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήϊον</i>, με [[συναίρεση]]].
|mltxt=κρεῖον, ιων. τ. [[κρήϊον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[τραπέζι]] ή [[σανίδα]] [[πάνω]] στην οποία κοβόταν και παρασκευαζόταν το [[κρέας]]<br /><b>2.</b> [[κρέας]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] πίτας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>κρέ</i>-<i>ειον</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρε</i>- του [[κρέας]]) με [[υφαίρεση]]. Ο τ. [[κρήϊον]], που απαντά στον <b>Ησύχ.</b>, σχηματίστηκε πιθ. από το ίδιο θ. <i>κρε</i>- <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήϊον</i>, με [[συναίρεση]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:23, 24 August 2022

Greek Monolingual

κρεῖον, ιων. τ. κρήϊον, τὸ (Α)
1. τραπέζι ή σανίδα πάνω στην οποία κοβόταν και παρασκευαζόταν το κρέας
2. κρέας
3. είδος πίτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο κρέ-ειον (< θ. κρε- του κρέας) με υφαίρεση. Ο τ. κρήϊον, που απαντά στον Ησύχ., σχηματίστηκε πιθ. από το ίδιο θ. κρε- + επίθημα -ήϊον, με συναίρεση].