παντοπωλείο: Difference between revisions
From LSJ
(30) |
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / | |mltxt=το / παντοπωλεῖον, ΝΜΑ [[παντοπώλης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατάστημα]] πώλησης [[κάθε]] είδους πραγμάτων, [[ιδίως]] τροφίμων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τόπος]] όπου πωλούνται διάφορα πράγματα. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:23, 24 August 2022
Greek Monolingual
το / παντοπωλεῖον, ΝΜΑ παντοπώλης
νεοελλ.
κατάστημα πώλησης κάθε είδους πραγμάτων, ιδίως τροφίμων
μσν.-αρχ.
τόπος όπου πωλούνται διάφορα πράγματα.