τολύπευμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
(6_3)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tolypevma
|Transliteration C=tolypevma
|Beta Code=tolu/peuma
|Beta Code=tolu/peuma
|Definition=[ῠ], ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[τολύπη]], Phot., Suid.</span>
|Definition=[ῠ], ατος, τό, = [[τολύπη]], Phot., Suid.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τολύπευμα''': [ῠ], τό, = [[τολύπη]], «[[τολύπευμα]]: τὸ κατασκευαστὸν καὶ πεφιλοκαλημένον [[ἔριον]]» Φώτ., Σουΐδ. ἐν λέξει· «[[τολύπευμα]]· κατασκευαστὸν [[ἔριον]]» Ἡσύχ.
|lstext='''τολύπευμα''': [ῠ], τό, = [[τολύπη]], «[[τολύπευμα]]: τὸ κατασκευαστὸν καὶ πεφιλοκαλημένον [[ἔριον]]» Φώτ., Σουΐδ. ἐν λέξει· «[[τολύπευμα]]· κατασκευαστὸν [[ἔριον]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[τολυπεύω]]<br />([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «τὸ κατασκευαστὸν καὶ πεφιλοκαλημένον [[ἔριον]]».
}}
}}

Latest revision as of 10:42, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τολύπευμα Medium diacritics: τολύπευμα Low diacritics: τολύπευμα Capitals: ΤΟΛΥΠΕΥΜΑ
Transliteration A: tolýpeuma Transliteration B: tolypeuma Transliteration C: tolypevma Beta Code: tolu/peuma

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό, = τολύπη, Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 1126] τό, = τολύπη, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

τολύπευμα: [ῠ], τό, = τολύπη, «τολύπευμα: τὸ κατασκευαστὸν καὶ πεφιλοκαλημένον ἔριον» Φώτ., Σουΐδ. ἐν λέξει· «τολύπευμα· κατασκευαστὸν ἔριον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὸ, Α τολυπεύω
(κατά τον Φώτ.) «τὸ κατασκευαστὸν καὶ πεφιλοκαλημένον ἔριον».