ἡγούμενος: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=igoymenos
|Transliteration C=igoymenos
|Beta Code=h(gou/menos
|Beta Code=h(gou/menos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[ἡγέομαι]] <span class="bibl">11.3</span>.</span>
|Definition=ὁ, v. [[ἡγέομαι]] <span class="bibl">11.3</span>.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 10:54, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡγούμενος Medium diacritics: ἡγούμενος Low diacritics: ηγούμενος Capitals: ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ
Transliteration A: hēgoúmenos Transliteration B: hēgoumenos Transliteration C: igoymenos Beta Code: h(gou/menos

English (LSJ)

ὁ, v. ἡγέομαι 11.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἡγούμενος: ὁ, ἀρχηγὸς μοναστηρίου, συχνὸν ἐν μεταγεν. Ἐπιγραφ., ὡς Συλλ. Ἐπιγρ. 8634. 8724, κ. ἀλλ.· -ἡγουμενία, ἡ, τὸ ἀξίωμα αὐτοῦ, αὐτόθι 8724. - ἡγουμενικός, ή, όν, Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 256 (Λεξ. Κουμ.).

Greek Monolingual

και γούμενος, ο, θηλ. (η)γουμένη και (η)γουμένισσα (AM ἡγούμενος, θηλ. ἡγουμένη, Μ και γούμενος, θηλ. και (ἡ)γουμένισσα) ηγούμαι
βλ. ηγούμαι.