ἰδιοθάνατος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
m (Text replacement - "[<b class="b3">θᾰ], ον</b>" to "[θᾰ], ον") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=ἰδῐοθᾰ́νᾰτος | ||
|Medium diacritics=ἰδιοθάνατος | |Medium diacritics=ἰδιοθάνατος | ||
|Low diacritics=ιδιοθάνατος | |Low diacritics=ιδιοθάνατος |
Revision as of 16:42, 24 August 2022
English (LSJ)
[θᾰ], ον, dying a natural death (cf. ἴδιος 1.6b), Vett.Val.19.2.
German (Pape)
[Seite 1236] ὁ, der eigene Tod, Sp.
Greek Monolingual
ἰδιοθάνατος, -ον (Α)
αυτός που πεθαίνει από φυσικό θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -θάνατος (< θάνατος), πρβλ. ετοιμοθάνατος, μελλοθάνατος.