μεμαώς: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(sl1_repeat)
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[μεμαώς]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[eager]] [[τέκε]] [[λαγέτας]] ἓξ ἀρεταῖσι μεμᾶότας υἱούς (μεμᾶλότας byz., i. e. pf. of [[μέλω]], cf. Δ. 4. 35, Forssman, 65ff.) (O. 1.89) τέκνοισιν ὠκείας γνάθους ἀμφελίξασθαι μεμᾰῶτες (sc. δράκοντες) (N. 1.43)
|sltr=[[μεμαώς]] [[eager]] [[τέκε]] [[λαγέτας]] ἓξ ἀρεταῖσι μεμᾶότας υἱούς (μεμᾶλότας byz., i. e. pf. of [[μέλω]], cf. Δ. 4. 35, Forssman, 65ff.) (O. 1.89) τέκνοισιν ὠκείας γνάθους ἀμφελίξασθαι μεμᾰῶτες (sc. δράκοντες) (N. 1.43)
}}
{{elru
|elrutext='''μεμαώς:''' (f μεμᾰυῖα) part. pf. к [[μάομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 11:30, 3 September 2022

French (Bailly abrégé)

v. μάω.

English (Slater)

μεμαώς eager τέκε λαγέτας ἓξ ἀρεταῖσι μεμᾶότας υἱούς (μεμᾶλότας byz., i. e. pf. of μέλω, cf. Δ. 4. 35, Forssman, 65ff.) (O. 1.89) τέκνοισιν ὠκείας γνάθους ἀμφελίξασθαι μεμᾰῶτες (sc. δράκοντες) (N. 1.43)

Russian (Dvoretsky)

μεμαώς: (f μεμᾰυῖα) part. pf. к μάομαι.