υποκριτής: Difference between revisions
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(43) |
m (Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / [[ὑποκριτής]], ΝΜΑ, θηλ. υποκρίτρια Ν [[ὑποκρίνομαι]]<br /><b>1.</b> (στο αρχ. [[θέατρο]]) [[ηθοποιός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άτομο]] που κρύβει τα πραγματικά του αισθήματα, που υποκρίνεται, που προσποιείται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ερμηνεύει, που εξηγεί [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[ονειροκρίτης]] («μὴ ὀνείρων ὑποκριτάς τινας | |mltxt=ο / [[ὑποκριτής]], ΝΜΑ, θηλ. υποκρίτρια Ν [[ὑποκρίνομαι]]<br /><b>1.</b> (στο αρχ. [[θέατρο]]) [[ηθοποιός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άτομο]] που κρύβει τα πραγματικά του αισθήματα, που υποκρίνεται, που προσποιείται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ερμηνεύει, που εξηγεί [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[ονειροκρίτης]] («μὴ ὀνείρων ὑποκριτάς τινας ἡμᾶς ὑπείληφεν;», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που απαγγέλλει [[κάτι]]<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ραψωδός]] («τοὺς εὐφωνοτάτους τῶν ὑποκριτῶν», <b>Διόδ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:34, 9 September 2022
Greek Monolingual
ο / ὑποκριτής, ΝΜΑ, θηλ. υποκρίτρια Ν ὑποκρίνομαι
1. (στο αρχ. θέατρο) ηθοποιός
2. μτφ. άτομο που κρύβει τα πραγματικά του αισθήματα, που υποκρίνεται, που προσποιείται
αρχ.
1. αυτός που ερμηνεύει, που εξηγεί κάτι
2. ονειροκρίτης («μὴ ὀνείρων ὑποκριτάς τινας ἡμᾶς ὑπείληφεν;», Λουκιαν.)
3. αυτός που απαγγέλλει κάτι
4. (κατ' επέκτ.) ραψωδός («τοὺς εὐφωνοτάτους τῶν ὑποκριτῶν», Διόδ.).