ανάπαιστος: Difference between revisions
πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }} ") |
||
Line 2: | Line 2: | ||
|mltxt=ο (Α [[ἀνάπαιστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μετρικός]] [[πόδας]] που αποτελείται από δύο άτονες και μία τονισμένη [[συλλαβή]]<br /><b>2.</b> [[στίχος]] που αποτελείται από αναπαίστους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανακρούεται, που αναπάλλεται<br /><b>2.</b> [[μετρικός]] [[πόδας]] που αποτελείται από δύο βραχείες και μία μακρά [[συλλαβή]]<br /><b>3.</b> [[στίχος]] που αποτελείται από αναπαίστους<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οἱ ἀνάπαιστοι</i><br />η [[παράβαση]] στην [[κωμωδία]]<br /><b>5.</b> (το ουδ. στον πληθ.) <i>τὰ ἀνάπαιστα</i><br />σατιρικά ή άσεμνα ποιήματα σε αναπαιστικό [[μέτρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀναπαίω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναπαιστικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>ἀναπαιστοπυρρίχιος</i>, [[ἀναπαιστοσπόνδειος]]. | |mltxt=ο (Α [[ἀνάπαιστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μετρικός]] [[πόδας]] που αποτελείται από δύο άτονες και μία τονισμένη [[συλλαβή]]<br /><b>2.</b> [[στίχος]] που αποτελείται από αναπαίστους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανακρούεται, που αναπάλλεται<br /><b>2.</b> [[μετρικός]] [[πόδας]] που αποτελείται από δύο βραχείες και μία μακρά [[συλλαβή]]<br /><b>3.</b> [[στίχος]] που αποτελείται από αναπαίστους<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οἱ ἀνάπαιστοι</i><br />η [[παράβαση]] στην [[κωμωδία]]<br /><b>5.</b> (το ουδ. στον πληθ.) <i>τὰ ἀνάπαιστα</i><br />σατιρικά ή άσεμνα ποιήματα σε αναπαιστικό [[μέτρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀναπαίω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναπαιστικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>ἀναπαιστοπυρρίχιος</i>, [[ἀναπαιστοσπόνδειος]]. | ||
}} | }} | ||
= | {{trml | ||
Armenian: անապեստ, վերջատանջ; Catalan: anapest; Czech: anapest; Danish: anapest; Dutch: anapest; English: [[anapaest]], [[anapast]]; Faroese: øvutur tríliður; Finnish: anapesti; French: anapeste; German: [[Anapäst]]; Greek: [[ανάπαιστος]]; Ancient Greek: [[ἀνάπαιστος]]; Ido: anapesto; Irish: anaipéist; Latin: anapaestus; Norwegian Bokmål: anapest; Nynorsk: anapest; Polish: anapest, antydaktyl; Portuguese: anapesto; Russian: [[анапест]]; Serbo-Croatian Cyrillic: ана̀пест; Roman: anàpest; Spanish: [[anapesto]]; Swedish: anapest | |trtx=Armenian: անապեստ, վերջատանջ; Catalan: anapest; Czech: anapest; Danish: anapest; Dutch: anapest; English: [[anapaest]], [[anapast]]; Faroese: øvutur tríliður; Finnish: anapesti; French: anapeste; German: [[Anapäst]]; Greek: [[ανάπαιστος]]; Ancient Greek: [[ἀνάπαιστος]]; Ido: anapesto; Irish: anaipéist; Latin: anapaestus; Norwegian Bokmål: anapest; Nynorsk: anapest; Polish: anapest, antydaktyl; Portuguese: anapesto; Russian: [[анапест]]; Serbo-Croatian Cyrillic: ана̀пест; Roman: anàpest; Spanish: [[anapesto]]; Swedish: anapest | ||
}} |
Latest revision as of 16:25, 10 September 2022
Greek Monolingual
ο (Α ἀνάπαιστος, -ον)
νεοελλ.
1. μετρικός πόδας που αποτελείται από δύο άτονες και μία τονισμένη συλλαβή
2. στίχος που αποτελείται από αναπαίστους
αρχ.
1. αυτός που ανακρούεται, που αναπάλλεται
2. μετρικός πόδας που αποτελείται από δύο βραχείες και μία μακρά συλλαβή
3. στίχος που αποτελείται από αναπαίστους
4. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἀνάπαιστοι
η παράβαση στην κωμωδία
5. (το ουδ. στον πληθ.) τὰ ἀνάπαιστα
σατιρικά ή άσεμνα ποιήματα σε αναπαιστικό μέτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπαίω.
ΠΑΡ. αναπαιστικός.
ΣΥΝΘ. μσν. ἀναπαιστοπυρρίχιος, ἀναπαιστοσπόνδειος.
Translations
Armenian: անապեստ, վերջատանջ; Catalan: anapest; Czech: anapest; Danish: anapest; Dutch: anapest; English: anapaest, anapast; Faroese: øvutur tríliður; Finnish: anapesti; French: anapeste; German: Anapäst; Greek: ανάπαιστος; Ancient Greek: ἀνάπαιστος; Ido: anapesto; Irish: anaipéist; Latin: anapaestus; Norwegian Bokmål: anapest; Nynorsk: anapest; Polish: anapest, antydaktyl; Portuguese: anapesto; Russian: анапест; Serbo-Croatian Cyrillic: ана̀пест; Roman: anàpest; Spanish: anapesto; Swedish: anapest