φαρμακογνωσία: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
(44)
 
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }} ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>(φαρμ.)</b> η [[μελέτη]] τών προϊόντων που έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες, φυτικής, ζωικής ή χημικής προελεύσεως, στη [[φυσική]] τους [[κατάσταση]], στην [[κατάσταση]] δρόγης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>pharmacognosie</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάρμακο]] <span style="color: red;">+</span> [[γνώση]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1787 στον Γ. Ζαβίρα].
|mltxt=η, Ν<br /><b>(φαρμ.)</b> η [[μελέτη]] τών προϊόντων που έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες, φυτικής, ζωικής ή χημικής προελεύσεως, στη [[φυσική]] τους [[κατάσταση]], στην [[κατάσταση]] δρόγης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>pharmacognosie</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάρμακο]] <span style="color: red;">+</span> [[γνώση]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1787 στον Γ. Ζαβίρα].
}}
{{trml
|trtx=ar: علم العقاقير; ast: Farmacognosia; bn: ভেষজ ঔষধবিজ্ঞান; ca: Farmacognòsia; cs: Farmakognozie; da: Farmakognosi; de: Pharmakognosie; el: Φαρμακογνωσία; en: Pharmacognosy; es: Farmacognosia; eu: Farmakognosia; fa: فارماکوگنوزی; fr: Pharmacognosie; hi: भेषज-अभिज्ञान; hr: Farmakognozija; hu: Farmakognózia; id: Farmakognosi; it: Farmacognosia; ja: 生薬学; ko: 생약학; lmo: Farmacognuzìa; mk: Фармакогнозија; nl: Farmacognosie; no: Farmakognosi; oc: Farmacognosia; pl: Farmakognozja; pt: Farmacognosia; ro: Farmacognozie; ru: Фармакогнозия; sh: Farmakognozija; sk: Farmakognózia; sl: Farmakognozija; sr: Фармакогнозија; su: Farmakognosi; sv: Farmakognosi; te: ఔషధశాస్త్రం; th: เภสัชเวท; tr: Farmakognozi; uk: Фармакогнозія; vi: Dược liệu học; zh: 生药学
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 10 September 2022

Greek Monolingual

η, Ν
(φαρμ.) η μελέτη τών προϊόντων που έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες, φυτικής, ζωικής ή χημικής προελεύσεως, στη φυσική τους κατάσταση, στην κατάσταση δρόγης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pharmacognosie (< φάρμακο + γνώση). Η λ. μαρτυρείται από το 1787 στον Γ. Ζαβίρα].

Translations

ar: علم العقاقير; ast: Farmacognosia; bn: ভেষজ ঔষধবিজ্ঞান; ca: Farmacognòsia; cs: Farmakognozie; da: Farmakognosi; de: Pharmakognosie; el: Φαρμακογνωσία; en: Pharmacognosy; es: Farmacognosia; eu: Farmakognosia; fa: فارماکوگنوزی; fr: Pharmacognosie; hi: भेषज-अभिज्ञान; hr: Farmakognozija; hu: Farmakognózia; id: Farmakognosi; it: Farmacognosia; ja: 生薬学; ko: 생약학; lmo: Farmacognuzìa; mk: Фармакогнозија; nl: Farmacognosie; no: Farmakognosi; oc: Farmacognosia; pl: Farmakognozja; pt: Farmacognosia; ro: Farmacognozie; ru: Фармакогнозия; sh: Farmakognozija; sk: Farmakognózia; sl: Farmakognozija; sr: Фармакогнозија; su: Farmakognosi; sv: Farmakognosi; te: ఔషధశాస్త్రం; th: เภสัชเวท; tr: Farmakognozi; uk: Фармакогнозія; vi: Dược liệu học; zh: 生药学