κολήγας: Difference between revisions
μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)
(21) |
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }} ") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[κολήγος]] και [[κολέγας]], ο (Α [[κολλήγας]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που καλλιεργεί [[ξένο]] [[κτήμα]] ή βόσκει [[ξένο]] [[κοπάδι]] και μοιράζεται τα παραγόμενα προϊόντα με τον ιδιοκτήτη<br /><b>2.</b> συνεταίρος, [[συνεργάτης]]<br /><b>3.</b> [[φίλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[συνάρχοντας]]. [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>collega</i>. Στην παλαιότερη [[αλλά]] και σε μεγάλο [[μέρος]] της σύγχρονης βιβλιογραφίας ο τ. απαντά με την παραδοσιακή του γρφ. <i>κολλ</i>-...]. | |mltxt=και [[κολήγος]] και [[κολέγας]], ο (Α [[κολλήγας]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που καλλιεργεί [[ξένο]] [[κτήμα]] ή βόσκει [[ξένο]] [[κοπάδι]] και μοιράζεται τα παραγόμενα προϊόντα με τον ιδιοκτήτη<br /><b>2.</b> συνεταίρος, [[συνεργάτης]]<br /><b>3.</b> [[φίλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[συνάρχοντας]]. [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>collega</i>. Στην παλαιότερη [[αλλά]] και σε μεγάλο [[μέρος]] της σύγχρονης βιβλιογραφίας ο τ. απαντά με την παραδοσιακή του γρφ. <i>κολλ</i>-...]. | ||
}} | |||
==English== | |||
[[sharecropper]], [[tenant farmer sharing produce]], [[sharing landholder]] A farmer who gave a fixed portion of the farm’s produce as payment (instead of money) to the landlord. | |||
{{trml | |||
|trtx=Ancient Greek: [[ἡμισειαστής]], [[ἡμισυμερίτης]]; Arabic: فلاّح بالمقاسمة; Bresciano: masér; Calabrese: gualànu, culonu, menzieri, parsunàli; Catalan: masover; Catalan: parcer; Dutch: [[deelpachter]], [[deelbouwer]]; Esperanto: duonfarmulo; Finnish: vuokraviljelijä; French: [[métayer]], [[métayère]], [[colon]], [[méger]]; Galician: parceiro, foreiro, parcioneiro; German: [[Naturalpächter]], [[Halbpächter]], [[Teilpächter]]; Greek: [[κολήγας]], [[κολίγας]], [[κολλέγας]], [[κολλήγας]], [[κολλήγος]], [[μεσακάρης]], [[μεσακάρισσα]], [[μεσιακάρης]], [[μεσιακάρισσα]], [[μισακάρης]], [[μισακάρισσα]], [[μορτίτης]]; Hebrew: אריס; Italian: [[mezzadro]]; Latin: [[colonus partiarius]], [[partiarius colonus]]; Ligurian: manente; Mirandolese: mśàdar; Mudnés: mzèder; Portuguese: parceiro rural; Romagnolo: mizèdri; Russian: [[испольщик]], [[издольщик]]; Sicilian: mitateri; Spanish: [[aparcero]]; Swedish: hälftenbrukare; Venetian: mesadro, massaro | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:30, 10 September 2022
Greek Monolingual
και κολήγος και κολέγας, ο (Α κολλήγας)
νεοελλ.
1. αυτός που καλλιεργεί ξένο κτήμα ή βόσκει ξένο κοπάδι και μοιράζεται τα παραγόμενα προϊόντα με τον ιδιοκτήτη
2. συνεταίρος, συνεργάτης
3. φίλος
αρχ.
συνάρχοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. collega. Στην παλαιότερη αλλά και σε μεγάλο μέρος της σύγχρονης βιβλιογραφίας ο τ. απαντά με την παραδοσιακή του γρφ. κολλ-...].
English
sharecropper, tenant farmer sharing produce, sharing landholder A farmer who gave a fixed portion of the farm’s produce as payment (instead of money) to the landlord.
Translations
Ancient Greek: ἡμισειαστής, ἡμισυμερίτης; Arabic: فلاّح بالمقاسمة; Bresciano: masér; Calabrese: gualànu, culonu, menzieri, parsunàli; Catalan: masover; Catalan: parcer; Dutch: deelpachter, deelbouwer; Esperanto: duonfarmulo; Finnish: vuokraviljelijä; French: métayer, métayère, colon, méger; Galician: parceiro, foreiro, parcioneiro; German: Naturalpächter, Halbpächter, Teilpächter; Greek: κολήγας, κολίγας, κολλέγας, κολλήγας, κολλήγος, μεσακάρης, μεσακάρισσα, μεσιακάρης, μεσιακάρισσα, μισακάρης, μισακάρισσα, μορτίτης; Hebrew: אריס; Italian: mezzadro; Latin: colonus partiarius, partiarius colonus; Ligurian: manente; Mirandolese: mśàdar; Mudnés: mzèder; Portuguese: parceiro rural; Romagnolo: mizèdri; Russian: испольщик, издольщик; Sicilian: mitateri; Spanish: aparcero; Swedish: hälftenbrukare; Venetian: mesadro, massaro