ὀπαῖον: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(5)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀπαῖον:''' τό ([[ὀπή]]), [[τρύπα]] στη [[στέγη]], λέγεται για εξαερισμό, σε Πλούτ.· πρβλ. [[ἀνοπαῖα]].
|lsmtext='''ὀπαῖον:''' τό ([[ὀπή]]), [[τρύπα]] στη [[στέγη]], λέγεται για εξαερισμό, σε Πλούτ.· πρβλ. [[ἀνοπαῖα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀπαῖον:''' τό [[дымовое отверстие]] (в крыше) Plut.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀπαῖον]], ου, τό, [ὀπή]<br />a [[hole]] in the [[roof]], Plut.; cf. [[ἀνοπαῖα]].
}}
}}

Latest revision as of 10:50, 13 September 2022

Greek Monotonic

ὀπαῖον: τό (ὀπή), τρύπα στη στέγη, λέγεται για εξαερισμό, σε Πλούτ.· πρβλ. ἀνοπαῖα.

Russian (Dvoretsky)

ὀπαῖον: τό дымовое отверстие (в крыше) Plut.

Middle Liddell

ὀπαῖον, ου, τό, [ὀπή]
a hole in the roof, Plut.; cf. ἀνοπαῖα.