Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
ὀπαῖον: τό (ὀπή), τρύπα στη στέγη, λέγεται για εξαερισμό, σε Πλούτ.· πρβλ. ἀνοπαῖα.
ὀπαῖον: τό дымовое отверстие (в крыше) Plut.
ὀπαῖον, ου, τό, [ὀπή]a hole in the roof, Plut.; cf. ἀνοπαῖα.