ἐπιμερής: Difference between revisions

From LSJ

ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "ἀριθμὸς" to "ἀριθμὸς")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιμερής''': ἐς, «[[ἐπιμερής]]· [[ἀριθμὸς]] οὕτω λέγεται, [[ὅταν]] ὁ μείζων τοῦ ἐλάττονος ὑπερέχῃ μέρει τινὶ» Ἡσύχ., ἴδε [[ἐπιμόριος]].
|lstext='''ἐπιμερής''': ἐς, «[[ἐπιμερής]]· [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] οὕτω λέγεται, [[ὅταν]] ὁ μείζων τοῦ ἐλάττονος ὑπερέχῃ μέρει τινὶ» Ἡσύχ., ἴδε [[ἐπιμόριος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἐπιμερής]], -ές)<br />[[αριθμός]] που περιέχει ακέραιο και [[κλάσμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[επιμερής]] [[λόγος]]» — [[αρμονικός]] [[λόγος]] συμφωνιών του οποίου ο [[μείζων]] όρος περιέχει τον ελάσσονα και μέρη του (5:3, 8:5, 4:3).
|mltxt=-ές (Α [[ἐπιμερής]], -ές)<br />[[αριθμός]] που περιέχει ακέραιο και [[κλάσμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[επιμερής]] [[λόγος]]» — [[αρμονικός]] [[λόγος]] συμφωνιών του οποίου ο [[μείζων]] όρος περιέχει τον ελάσσονα και μέρη του (5:3, 8:5, 4:3).
}}
}}

Revision as of 09:29, 18 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμερής Medium diacritics: ἐπιμερής Low diacritics: επιμερής Capitals: ΕΠΙΜΕΡΗΣ
Transliteration A: epimerḗs Transliteration B: epimerēs Transliteration C: epimeris Beta Code: e)pimerh/s

English (LSJ)

ές, superpartient, of numbers of the form 1+2/x, 1+3/x, etc., Theo Sm.p.76H., Nicom.Ar.1.17, al.; cf. ἐπιμόριος.

German (Pape)

[Seite 962] ές, das Ganze u. mehrere Theile enthaltend, Nicom. arithm. 1, 20, z. B. 1⅔; λόγος, das Verhältniß 5: 3. Vgl. ἐπιμόριος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμερής: ἐς, «ἐπιμερής· ἀριθμὸς οὕτω λέγεται, ὅταν ὁ μείζων τοῦ ἐλάττονος ὑπερέχῃ μέρει τινὶ» Ἡσύχ., ἴδε ἐπιμόριος.

Greek Monolingual

-ές (Α ἐπιμερής, -ές)
αριθμός που περιέχει ακέραιο και κλάσμα
νεοελλ.
φρ. «επιμερής λόγος» — αρμονικός λόγος συμφωνιών του οποίου ο μείζων όρος περιέχει τον ελάσσονα και μέρη του (5:3, 8:5, 4:3).