homosexual: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(2) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀρσενόπαις]], [[ἀρσενοκοίτης]], [[ἀρσενομίκτης]] | |sltx=[[ἀρσενόπαις]], [[ἀρσενοκοίτης]], [[ἀρσενομίκτης]], [[ἀνδροβάτης]], [[ἀνδροκοίτης]], [[ἀνδρόπορνος]], [[ἀρρενοκοίτης]], [[ἀρσενοβάτης]], [[εὐρύπρωκτος]], [[θερμόπρωκτος]], [[κατάπυγος]], [[καταπύγων]], [[κατωμόχανος]], [[κίναιδος]], [[κιναιδῶδες]], [[κιναιδώδης]], [[κυβάλης]], [[λακαταπύγων]], [[λακκόπρωκτος]], [[μεῖραξ]], [[παγκαταπύγων]], [[παθικός]], [[πειώλης]], [[περάντης]], [[σπαταλοκίναιδος]], [[φιλοπυγιστής]], [[χαυνόπρωκτος]] | ||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 19 September 2022
Spanish > Greek
ἀρσενόπαις, ἀρσενοκοίτης, ἀρσενομίκτης, ἀνδροβάτης, ἀνδροκοίτης, ἀνδρόπορνος, ἀρρενοκοίτης, ἀρσενοβάτης, εὐρύπρωκτος, θερμόπρωκτος, κατάπυγος, καταπύγων, κατωμόχανος, κίναιδος, κιναιδῶδες, κιναιδώδης, κυβάλης, λακαταπύγων, λακκόπρωκτος, μεῖραξ, παγκαταπύγων, παθικός, πειώλης, περάντης, σπαταλοκίναιδος, φιλοπυγιστής, χαυνόπρωκτος