ἰουδαΐζω: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=[[ἰουδαΐζω]] (Α) [[Ιουδαίος]]<br />[[είμαι]] με το [[μέρος]] τών Ιουδαίων ή [[μιμούμαι]] τους Ιουδαίους.
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἰουδαΐζω:''' [[соблюдать иудейские обычаи]] NT.
|elrutext='''ἰουδαΐζω:''' [[соблюдать иудейские обычаи]] NT.

Latest revision as of 16:37, 25 September 2022

Greek Monolingual

ἰουδαΐζω (Α) Ιουδαίος
είμαι με το μέρος τών Ιουδαίων ή μιμούμαι τους Ιουδαίους.

Russian (Dvoretsky)

ἰουδαΐζω: соблюдать иудейские обычаи NT.

Chinese

原文音譯:'Iouazw 衣烏打衣索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:手 (揮手歡呼的)
字義溯源:作猶太人,隨猶太人(的習俗);源自(Ἰουδαῖος)=猶太人,屬猶太的);而 (Ἰουδαῖος)出自(Ἰουδά)=猶大,地名,意為讚美)
出現次數:總共(1);加(1)
譯字彙編
1) 隨猶太人呢(1) 加2:14