ἰουδαΐζω
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
Greek Monolingual
ἰουδαΐζω (Α) Ιουδαίος
είμαι με το μέρος τών Ιουδαίων ή μιμούμαι τους Ιουδαίους.
Russian (Dvoretsky)
ἰουδαΐζω: соблюдать иудейские обычаи NT.
Chinese
原文音譯:'Iouazw 衣烏打衣索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:手 (揮手歡呼的)
字義溯源:作猶太人,隨猶太人(的習俗);源自(Ἰουδαῖος)=猶太人,屬猶太的);而 (Ἰουδαῖος)出自(Ἰουδά)=猶大,地名,意為讚美)
出現次數:總共(1);加(1)
譯字彙編:
1) 隨猶太人呢(1) 加2:14