Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μουρουνέλαιο: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(26)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και μουρουνόλαδο, το<br />(τεχνολ. τροφ.) ανοιχτοκίτρινο [[ιχθυέλαιο]] το οποίο λαμβάνεται από το [[ήπαρ]] της μουρούνας και άλλων συγγενικών ψαριών και αποτελεί αξιόλογη [[φυσική]] [[πηγή]] για τις βιταμίνες Α και D, [[δηλαδή]] τους αντιρραχητικούς και αυξητικούς παράγοντες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μουρούνα]] <span style="color: red;">+</span> [[έλαιο]]].
|mltxt=[[μουρουνέλαιο]] και [[μουρουνόλαδο]], το<br />(τεχνολ. τροφ.) ανοιχτοκίτρινο [[ιχθυέλαιο]] το οποίο λαμβάνεται από το [[ήπαρ]] της μουρούνας και άλλων συγγενικών ψαριών και αποτελεί αξιόλογη [[φυσική]] [[πηγή]] για τις βιταμίνες Α και D, [[δηλαδή]] τους αντιρραχητικούς και αυξητικούς παράγοντες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μουρούνα]] <span style="color: red;">+</span> [[έλαιο]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:15, 27 September 2022

Greek Monolingual

μουρουνέλαιο και μουρουνόλαδο, το
(τεχνολ. τροφ.) ανοιχτοκίτρινο ιχθυέλαιο το οποίο λαμβάνεται από το ήπαρ της μουρούνας και άλλων συγγενικών ψαριών και αποτελεί αξιόλογη φυσική πηγή για τις βιταμίνες Α και D, δηλαδή τους αντιρραχητικούς και αυξητικούς παράγοντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μουρούνα + έλαιο].