συστατός: Difference between revisions
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συνίστημι]]<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να θέσει [[μαζί]] ή να συντάξει («οὐ γὰρ δή γε ἡ τούτου | |mltxt=-ή, -όν, Α [[συνίστημι]]<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να θέσει [[μαζί]] ή να συντάξει («οὐ γὰρ δή γε ἡ τούτου εὐθεῖα [[πάλιν]] συστατή», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>2.</b> κατασκευασμένος, φτειαγμένος<br /><b>3.</b> ο καλά κατασκευασμένος. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συστᾰτός:''' [[varia lectio|v.l.]] σύστᾰτος 3 [adj. verb. к [[συνίστημι]]<br /><b class="num">1)</b> [[составленный]], [[состоящий]] (ἔκ τινων Sext.);<br /><b class="num">2)</b> [[прочный]], [[устойчивый]] ([[μάθημα]] Sext.). | |elrutext='''συστᾰτός:''' [[varia lectio|v.l.]] σύστᾰτος 3 [adj. verb. к [[συνίστημι]]<br /><b class="num">1)</b> [[составленный]], [[состоящий]] (ἔκ τινων Sext.);<br /><b class="num">2)</b> [[прочный]], [[устойчивый]] ([[μάθημα]] Sext.). | ||
}} | }} |
Revision as of 15:06, 27 September 2022
English (LSJ)
ή, όν, A capable of being formed, A.D.Pron.113.18, Synt.174.1, al. 2 constructed, ἐξ ἑτέρων S.E.M.1.104; well-made, consistent, μάθημα ib.57. 3 = εὐσύστατος ΙΙ (quod fort. legend.), Vett.Val. in Cat. Cod.Astr.2.170.
Greek (Liddell-Scott)
συστᾰτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ βάλῃ ὁμοῦ ἢ συντάξῃ, Ἀπολλ. π. Συντ. 179. 2) κατεσκευασμένος, ἐξ ἑτέρων Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 104· καλῶς κατεσκευασμένος, συμπαγής, εὐσταθής, αὐτόθι 57. ΙΙ. ἴδε θεοσύστατος.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συνίστημι
1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να θέσει μαζί ή να συντάξει («οὐ γὰρ δή γε ἡ τούτου εὐθεῖα πάλιν συστατή», Απολλ. Δύσκ.)
2. κατασκευασμένος, φτειαγμένος
3. ο καλά κατασκευασμένος.
Russian (Dvoretsky)
συστᾰτός: v.l. σύστᾰτος 3 [adj. verb. к συνίστημι
1) составленный, состоящий (ἔκ τινων Sext.);
2) прочный, устойчивый (μάθημα Sext.).