Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στύμος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 9: Line 9:
|Beta Code=stu/mos
|Beta Code=stu/mos
|Definition=[[στέλεχος]], [[κορμός]], Hsch.
|Definition=[[στέλεχος]], [[κορμός]], Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[στέλεχος]], [[κορμός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[στύπος]] και έχει σχηματιστεί με κατάλ. -<i>μος</i> αναλογικά [[προς]] το <i>κορ</i>-<i>μός</i> ή, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, πρόκειται για μια [[παλιά]] [[εναλλαγή]] <i>π</i>/<i>μ</i>. Δεν αποκλείεται, εξάλλου, η [[περίπτωση]] να πρόκειται για εσφ. γρφ.].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[στέλεχος]], [[κορμός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[στύπος]] και έχει σχηματιστεί με κατάλ. -<i>μος</i> αναλογικά [[προς]] το <i>κορ</i>-<i>μός</i> ή, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, πρόκειται για μια [[παλιά]] [[εναλλαγή]] <i>π</i>/<i>μ</i>. Δεν αποκλείεται, εξάλλου, η [[περίπτωση]] να πρόκειται για εσφ. γρφ.].
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[στέλεχος]], [[κορμός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[στύπος]] και έχει σχηματιστεί με κατάλ. -<i>μος</i> αναλογικά [[προς]] το <i>κορ</i>-<i>μός</i> ή, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, πρόκειται για μια [[παλιά]] [[εναλλαγή]] <i>π</i>/<i>μ</i>. Δεν αποκλείεται, εξάλλου, η [[περίπτωση]] να πρόκειται για εσφ. γρφ.].
}}
}}

Latest revision as of 19:23, 27 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στύμος Medium diacritics: στύμος Low diacritics: στύμος Capitals: ΣΤΥΜΟΣ
Transliteration A: stýmos Transliteration B: stymos Transliteration C: stymos Beta Code: stu/mos

English (LSJ)

στέλεχος, κορμός, Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «στέλεχος, κορμός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. στύπος και έχει σχηματιστεί με κατάλ. -μος αναλογικά προς το κορ-μός ή, κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, πρόκειται για μια παλιά εναλλαγή π/μ. Δεν αποκλείεται, εξάλλου, η περίπτωση να πρόκειται για εσφ. γρφ.].