συγκοιμητής: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκοιμητής''': -οῦ, ὁ, ὁ συγκοιμώμενος μετά τινος, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἐπευνα(κ)ταί.
|lstext='''συγκοιμητής''': -οῦ, ὁ, ὁ συγκοιμώμενος μετά τινος, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἐπευνα(κ)ταί.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[συγκοιμῶμαι]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[σύνευνος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[συγκοιμῶμαι]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[σύνευνος]].
|mltxt=ὁ, Α [[συγκοιμῶμαι]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[σύνευνος]].
}}
}}

Revision as of 19:30, 27 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκοιμητής Medium diacritics: συγκοιμητής Low diacritics: συγκοιμητής Capitals: ΣΥΓΚΟΙΜΗΤΗΣ
Transliteration A: synkoimētḗs Transliteration B: synkoimētēs Transliteration C: sygkoimitis Beta Code: sugkoimhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, bedfellow, Hsch. s.v. ἐπευνακταί.

German (Pape)

[Seite 968] ὁ, der Beischläfer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκοιμητής: -οῦ, ὁ, ὁ συγκοιμώμενος μετά τινος, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἐπευνα(κ)ταί.

Greek Monolingual

ὁ, Α συγκοιμῶμαι
(κατά τον Ησύχ.) σύνευνος.