συγκάτοικος: Difference between revisions
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
(6_19) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκάτοικος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ [[ὁμοῦ]] κατοικῶν, Θεοδ. Προδρ. κατὰ Ροδάνθ. καὶ Δοσικλέα σ. 41. | |lstext='''συγκάτοικος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ [[ὁμοῦ]] κατοικῶν, Θεοδ. Προδρ. κατὰ Ροδάνθ. καὶ Δοσικλέα σ. 41. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, η / [[συγκάτοικος]], -ον ΝΜΑ [[κάτοικος]]<br />αυτός που κατοικεί [[μαζί]] με άλλον ή με άλλους. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 19:30, 27 September 2022
Greek (Liddell-Scott)
συγκάτοικος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ ὁμοῦ κατοικῶν, Θεοδ. Προδρ. κατὰ Ροδάνθ. καὶ Δοσικλέα σ. 41.
Greek Monolingual
ο, η / συγκάτοικος, -ον ΝΜΑ κάτοικος
αυτός που κατοικεί μαζί με άλλον ή με άλλους.